- ρυπαροκέραμος
- και ῥυποκέραμος, -ον, Ααυτός που έχει το χρώμα καμμένου πήλινου αγγείου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥυπαροκέραμος < ῥυπαρός + κέραμος, ενώ ο τ. ῥυποκέραμος < ῥύπος + κέραμος (πρβλ. ψιλο-κέραμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυπαροκέραμος — of a dirty earthenware colour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
ρυποκέραμος — ον, Α βλ. ῥυπαροκέραμος … Dictionary of Greek